αφαλοκόβω

αφαλοκόβω
μετ.
1) обрезёть пуповину; 2) надрывать силы (чьи-л.); 3) убить наповал, сразить (ножевым ударом в живот); 4) перен. сразить, поразить, потрясти;

αφαλοκόβομαι — надрывать свои силы, надрываться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αφαλοκόβω" в других словарях:

  • αφαλοκόβω — 1. κόβω τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου 2. χτυπώ κάποιον στην κοιλιά ή καταφέρω συντριπτικό πλήγμα σε κάποιον (πρβλ. «θα σε αφαλοκόψω» απειλητικά) 3. προξενώ πόνο στην κοιλιά και τη μέση από το υπερβολικό φορτίο 4. προκαλώ σε κάποιον φόβο και… …   Dictionary of Greek

  • αφαλοκόβω — οψα, κόβω τον ομφάλιο λώρο του νεογνού: Η μάνα μου γέννησε στο χωράφι και το μωρό τ αφαλόκοψε μια άλλη γυναίκα που βρέθηκε εκεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»